Αν ήξερα μονάχα τι να γράψω για να σε βγάλω από αυτά τα σύννεφα καπνού. Κύκλους θα σ' άρεσε να κάνεις και να περνάς μέσα τους σαν ηλιαχτίδα, μα δε μπορείς. Ενοχές όταν ονειροπολείς, ενοχές γιατί σταμάτησες. Αν όλα είναι συμβάσεις και συμβιβασμοί γιατί το να απαρνιέσαι σε γεμίζει ενοχές;
Το να είσαι το καλό παιδί είναι η εύκολη λύση να ταιριάζεις και να σε αφήνουν στην ησυχία σου. Μα ξέρεις πως η σάπια ηθική τριγύρω δεν είναι για σένα. Το καλό παιδί νοτίζει το παράθυρο, διαγράφει ένα κύκλο με το δάχτυλο περνάει μέσα του και τρέχει. Δεν το χαιρετάς, δε σου λείπει, ήταν ώρα του να φύγει.
Στέκεσαι εδώ ξεγυμνωμένη κοιτάζοντάς το να απομακρύνεται και αφήνεις ένα ανακουφιστικό μειδίαμα να ζωγραφίσει ολόκληρο το πρόσωπό σου. Και έρχεται η συνειδητοποίηση... ουράνια κύματα... Τι έχω κάνει...; Με ποια κριτήρια δοκίμασες να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Το καλό παιδί επανέρχεται στους εφιάλτες σου και σε κοιτάζει κατάματα. Σε γεμίζει ενοχές.
Ξυπνάς καταϊδρωμένη μέρα μεσημέρι, πέρασε πάλι η ώρα. Που πήγε η μέρα; Ποιο είναι το σημείο αναφοράς; Γυμνή ... μόνη. Γυμνή και μόνη να περπατάς από τον ένα τοίχο του δωματίου στον άλλο. Άδεια, να αναζητάς το φταίξιμο. Μέσα σου, όχι αλλού.
Κατεβάζεις το πατζούρι, κλειδώνεις την πόρτα. Κοιτάς τον καθρέφτη. Άδεια, μόνη και γυμνή. Χαϊδεύεις το πρόσωπό σου με ψέματα και ύστερα μπήγεις μαχαίρια - αλήθειες στην κοιλιά. Καμία σύμβαση. Καθένας αντιμέτωπος με τις επιλογές του. Όχι άλλη κατ' ανάγκη συνθήκη. Καλύτερα να μιλώ στους τοίχους. Καλύτερα να γράφω στους τοίχους.
Το ζεστό αίμα μορφοποιείται σε λέξεις και δίνει εικόνα σε σκέψεις στο πάτωμα, στον στόκο, στα τζάμια. Κυλάει στις χαραμάδες και κατακλύζει το δωμάτιο. Αρτηρίες και φλέβες, δικτυώματα. Με έναν χτύπο της καρδιάς μαζεύεται, σα να κυλά ο χρόνος πίσω, μετά πάλι απλώνεται άλικο και ζωντανό. Όλο το σπίτι λαμποκοπά στους ρυθμούς των παλμών σαν να' μαι βυθισμένη σε μια θάλασσα από χριστουγεννιάτικα φωτάκια.
Νέοι νευρώνες δημιουργούνται και είναι σαν το δένδρο της γνώσης να αποκαλύπτεται μπροστά μου. Ποια λόγια να περιγράψουν το συναίσθημα. Μονάχα η μουσική αγγίζει, σε διαγράφει και σε χαράζει ταυτόχρονα σα πένα. Χορεύεις καθώς αναδύεσαι από μια φωτεινή λίμνη γεμάτη αίμα.
Πονάει μα φεύγει από μέσα μου και τρέχω χωρίς σκοπό προς τα εκεί που δεν ξέρω. Γράφω και χαμογελώ, χαμογελώ και πέφτω. Ποτέ ξανά. Ονειρεύομαι να κυνηγώ εκείνο το παιδί που τρέχει να ξεφύγει. Και μένω συνεχώς με την ίδια απορία, το κυνηγώ να το σκοτώσω ή για να το φέρω πίσω;
Το να είσαι το καλό παιδί είναι η εύκολη λύση να ταιριάζεις και να σε αφήνουν στην ησυχία σου. Μα ξέρεις πως η σάπια ηθική τριγύρω δεν είναι για σένα. Το καλό παιδί νοτίζει το παράθυρο, διαγράφει ένα κύκλο με το δάχτυλο περνάει μέσα του και τρέχει. Δεν το χαιρετάς, δε σου λείπει, ήταν ώρα του να φύγει.
Στέκεσαι εδώ ξεγυμνωμένη κοιτάζοντάς το να απομακρύνεται και αφήνεις ένα ανακουφιστικό μειδίαμα να ζωγραφίσει ολόκληρο το πρόσωπό σου. Και έρχεται η συνειδητοποίηση... ουράνια κύματα... Τι έχω κάνει...; Με ποια κριτήρια δοκίμασες να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Το καλό παιδί επανέρχεται στους εφιάλτες σου και σε κοιτάζει κατάματα. Σε γεμίζει ενοχές.
Ξυπνάς καταϊδρωμένη μέρα μεσημέρι, πέρασε πάλι η ώρα. Που πήγε η μέρα; Ποιο είναι το σημείο αναφοράς; Γυμνή ... μόνη. Γυμνή και μόνη να περπατάς από τον ένα τοίχο του δωματίου στον άλλο. Άδεια, να αναζητάς το φταίξιμο. Μέσα σου, όχι αλλού.
Κατεβάζεις το πατζούρι, κλειδώνεις την πόρτα. Κοιτάς τον καθρέφτη. Άδεια, μόνη και γυμνή. Χαϊδεύεις το πρόσωπό σου με ψέματα και ύστερα μπήγεις μαχαίρια - αλήθειες στην κοιλιά. Καμία σύμβαση. Καθένας αντιμέτωπος με τις επιλογές του. Όχι άλλη κατ' ανάγκη συνθήκη. Καλύτερα να μιλώ στους τοίχους. Καλύτερα να γράφω στους τοίχους.
Το ζεστό αίμα μορφοποιείται σε λέξεις και δίνει εικόνα σε σκέψεις στο πάτωμα, στον στόκο, στα τζάμια. Κυλάει στις χαραμάδες και κατακλύζει το δωμάτιο. Αρτηρίες και φλέβες, δικτυώματα. Με έναν χτύπο της καρδιάς μαζεύεται, σα να κυλά ο χρόνος πίσω, μετά πάλι απλώνεται άλικο και ζωντανό. Όλο το σπίτι λαμποκοπά στους ρυθμούς των παλμών σαν να' μαι βυθισμένη σε μια θάλασσα από χριστουγεννιάτικα φωτάκια.
Νέοι νευρώνες δημιουργούνται και είναι σαν το δένδρο της γνώσης να αποκαλύπτεται μπροστά μου. Ποια λόγια να περιγράψουν το συναίσθημα. Μονάχα η μουσική αγγίζει, σε διαγράφει και σε χαράζει ταυτόχρονα σα πένα. Χορεύεις καθώς αναδύεσαι από μια φωτεινή λίμνη γεμάτη αίμα.
Πονάει μα φεύγει από μέσα μου και τρέχω χωρίς σκοπό προς τα εκεί που δεν ξέρω. Γράφω και χαμογελώ, χαμογελώ και πέφτω. Ποτέ ξανά. Ονειρεύομαι να κυνηγώ εκείνο το παιδί που τρέχει να ξεφύγει. Και μένω συνεχώς με την ίδια απορία, το κυνηγώ να το σκοτώσω ή για να το φέρω πίσω;