Κάπου βαρέθηκα να προσπερνώ
και είπα στάσου.
Δίπλα από ένα κερί
και λίγο νερό.
Μισό γεμάτο ποτήρι.
Μισό άδεια νύχτα.
Και το ξημέρωμα
κοφτερό όπως τότε.
Παγωμένο και παιχνιδιάρικο.
Η συννεφιά στα μάτια μου.
Παραμένει.
Κι ένα παράπονο στα χείλη.
Μπουμπουκιάζει.
Τι κι αν ο πόνος είναι αληθινός,
φαντάζει σα ψέμα.
Όπως εκείνο το σούρουπο
που μοιραστήκαμε κοινό τόπο.
και είπα στάσου.
Δίπλα από ένα κερί
και λίγο νερό.
Μισό γεμάτο ποτήρι.
Μισό άδεια νύχτα.
Και το ξημέρωμα
κοφτερό όπως τότε.
Παγωμένο και παιχνιδιάρικο.
Η συννεφιά στα μάτια μου.
Παραμένει.
Κι ένα παράπονο στα χείλη.
Μπουμπουκιάζει.
Τι κι αν ο πόνος είναι αληθινός,
φαντάζει σα ψέμα.
Όπως εκείνο το σούρουπο
που μοιραστήκαμε κοινό τόπο.