Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Γιορτινή ατμόσφαιρα

Περιπλανιέσαι, το βράδυ και βήχεις ρουφώντας σκόνη και μυρωδιά καμένου ξύλου που χύνεται από όλη την πόλη και σκάει στα μούτρα. Τα φώτα έντονα, διαγράφουν μια κατάντια και τη λύπη που διασκεδάζεται σε υψηλά ντεσιμπέλ και σώματα που λικνίζονται για να νιώσουν πως κάπου ανήκουν. Ιδιοκτησία. Αυτοκίνητα πάνω κάτω και ήχοι που αν και οικείοι δε φέρουν καμία ζεστασιά, μονάχα μοναξιά που παρκάρεται από τη μία θέση στάθμευσης σε μια άλλη. Έτσι απλά, διεκδικούν ένα χώρο για να ανήκουν. Ιδιοκτησία και  λιγοστά χρήματα που μοιράζονται για να αποσπάσουν ένα χαμόγελο, έστω και από το barmani, έστω και από κείνη την ιερόδουλη που με χαρακιές στο κορμί έμαθε πως το χαμόγελο είναι πολλές φορές ένας αδηφάγος κανίβαλος.
Και προχωράς με τροχοπέδη τη διάχυτη υποκρισία, κολώνες να αποφύγεις και ο σταμάτης στα φανάρια σου διδάσκει πως αυτή η γαμημένη βόλτα που τόσο έχεις ανάγκη για να αντέξεις έχει μικρότερη αξία από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Μια ζητιάνα απέναντι από το ρολόι πάντα με κοιτά και δεν έχω τι να της απαντήσω, σε όλους εκείνους που κάναν τις άκρες των δρόμων σπίτια  και εκείνες που τρέξαν από τα σπίτια των συντρόφων γεμάτες από μώλωπες,  γεμάτα έρωτα πρόσωπα, γεμάτα αίμα. Και προχωράς, χαρτογραφώντας την πόλη κοινωνικογραφώντας τις υπάρξεις κοιτάζοντας τα βουνά , τους αντικατοπτρισμούς  στη λίμνη, μια βάρκα που ψαρεύει θάνατο. Εμπορεύματα να τρέχουν , να σταματούν , να διαφημίζονται , να ξεφτιλίζονται. Ξεφτιλισμένες θέσεις εργασίας με γόβες και κόκκινο κραγιόν να δημιουργούν ονειρώξεις εκείνο το βράδυ που σου άνοιξαν την πόρτα για το επόμενο ξεφτιλισμένο ποτό δίπλα από ένα σκυλί που σφαδάζοντας πέθαινε.
Προχωράς σε έναν κόσμο αστείρευτης στείρας πληροφορίας και αμφίβολης γνώσης με όνειρα που συγκρούονται με το καταναλωτικό κοινό των χριστουγέννων που αργοσβήνει με μικρές αναλαμπές μπρος σε στολισμένες βιτρίνες θεάματος και φτηνής εικονικής πραγματικότητας. Φέτος δεν έχει εορτοδάνειο. Ασκόπως λιώσανε και σβήσαν  τα καβαφικά κεριά , ασκόπως , φαίνεται να στέκουν και τ'άλλα αναμένα, σαν τα γιορτινά φωτάκια.
Άνθρωποι γιορτινά φωτάκια, τους ταίζεις ενέργεια και υπάρχουν για να διακοσμούν , εργαλεία των εργαλείων , τσιγάρα που παρασιτούν σε πνεύμονες, στον πνεύμονα μου τσιγάρο που με κάνει να φτύνω τα σωθικά μου σε γωνιές και σε τουαλέτες άρτια διακοσμημένες για να πηδηχτείς, με ατμόσφαιρα,  εκείνο το βράδυ και να νιώσεις πως σε κάποιον/α ανήκεις.
Προχωράς, σε σκοτεινούς μονόδρομους ανάμεσα από μπαζωμένους κήπους και ξαφνικά δε σε νοιάζει.
Οδοιπόρος.
Κάποια μέρα θα μάθω να διαβάζω τ'αστέρια και θα πετάξω.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Αυτο_αναιρέσεις

Προσκυνώντας έναν τάφο,
αναζητούμε στη σταύρωση να φέρει ελπίδα.
Και το παράλογο εξωστρακίστηκε σ'ένα ποίημα.

Τα λουλούδια ανθίζουν σε ακατοίκητους τόπους.
Σε μέρη χαοτικά,
απείθαρχα και ανεξέλεγκτα φυτρώνουν,
πετώντας μας τον θάνατο στα μούτρα.
Τον ανυψώνουν, τον αποθεώνουν,
και έτσι τον κάνουν κομμάτια.

Νικώντας τον μαραίνονται προσφέροντας τον σπόρο.
Κι είναι χρυσός σα το ροδάκινο.
Μην είν' ο τελευταίος νεκρός η τέχνη... 

Μπύρα (4 Νοέμβρη)

Μου ζαλίσατε τ'αρχίδια όλοι εσείς,
με τις φανφάρες
και τα μεθυσμένα σοφιστικέ λόγια.
Με κουράσατε όλοι όσοι,
σε μια κουβέντα επάνω
δεν ακούσατε, παρά μόνο ανυπόμονοι αναμένατε (;)
να πείτε δυο - τρεις,
καλά μελετημένες και  προβαρισμένες
στον καθρέφτη του μυαλού σας

ορθές, πολιτικές λέξεις.

Έσκασα με αυτά τα ανούσια λόγια.
Σιχάθηκα τις πλαστικές φιγούρες.
Θα έβαζα φωτιά να σας κάψω,
μα θα βρομίσει ο τόπος.

Μπορώ απλά να κάτσω σε μια άκρη,
να κοιτάξω τον ουρανό που μαυρίζει
από τα σύννεφα βροχής,
να παρακολουθήσω την πτώση των φύλλων
και να ακούσω τα αλυχτίσματα των σκύλων;

Μπορώ, απλά, να υποδεχτώ το φθινόπωρο,
πίνοντας την μπύρα μου;

Πόση, αλήθεια,  τραγικότητα εσωκλείεται
στις μορφές όσων  (τόσων)
πιστεύουν ότι τα φερέφωνα είναι περιορισμένα σε τηλεπαράθυρα.

Έρωτας #2

Φιλάκι,
Φυλάκι,
Φυλάκη,

Φυλακή.

Έρωτας #1

Έρωτας είναι σα σε κοιτώ στα μάτια
και τα κόμματα στα λόγια σου,
σημαδεύουν το μυαλό μου

Άνω τελεία

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Το μπζ μπζ στο κεφάλι μου, ή εξελίσσω έναν τόπο.

Κενό.
Στο σημείο της τομής, της σύγκρουσης, της συνδιαλλαγής, της σκέψης στη σκέψη.
Δημιουργούμε τον τόπο, ως μηδενικά, συνείδηση που ανταλλάσσει πυρά με μία άλλη συνείδηση.
Στο σημείο της τομής, όπου έχω αφήσει κενό να συμβεί, δημιουργούμε τον τόπο.
Και ο τόπος εξελίσσεται σε βάθος.
Προς μία άλλη κατεύθυνση , διαφορετική από τις ευθείες των συνιστωσών.
Ο τόπος εξελίσσεται σε βάθος και δημιουργεί τον χώρο όπου αναπτύσσονται οι συνειδήσεις.
Και οι χώροι εξελίσσονται στον χρόνο, μέχρι τη διακόρευση.
Ο χώρος που εξελίσσεται είναι ο διακορευτής του χρόνου.
Τον σπα και τον θρυμματίζει.
Τον ξεπερνά και δημιουργεί χρόνο.
Ο χώρος που ξεπερνά τον χρόνο είναι ο δημιουργός του χρόνου.
Ο χώρος που εξελίσσεται δημιουργεί τον χρόνο και εμπεριέχει το κενό, τη δυνατότητα, λόγω του οποίου διακρίνουμε τα σημεία, τις ευθείες και τους τόπους, ε και κάποια άστρα.

Και είναι ο χρόνος εκείνος, όπου μέσα στους χώρους τα υποκείμενα πράττουν τόπους και οι συνειδήσεις βυθίζονται στο κενό, το ράθυμο μηδέν.

Ξεκινώντας από μία μάζα στο τίποτα, ταξιδεύουμε στο τίποτα, εντροπιάζουμε για το τίποτα, είμαστε μία απόσταση του εαυτού μας και συχνότητες υποσωματιδίων.
Και όμως δημιουργούμε κάτι.

Η σύλληψη μίας νέας ιδέας, μία καινή οπτική είναι ένα μικρό big bang μες τα κεφάλια μας, με την ανάλογη χαοτική τάση.

Στο τζάκι

Η ευτυχία αυτές τις μέρες
έχασε και τις στιγμές της.
Ο χρόνος έγινε οριζόντιος.
Το κενό στον χώρο
έδωσε σχήμα στο κενό μέσα μου,
με μια διαχωριστική γραμμή.
Την επιδερμίδα.
Ενίοτε σκοντάφτω πάνω της.
Πέφτω.
Σε κάθε μία ακόμη πτώση
οι νευρικές απολήξεις μουδιάζουν.

Και είναι σα ζωγραφιά
η φλόγα που αντικατοπτρίζεται στα μάτια.
Και είναι ζεστασιά
η χυμένη θλίψη που μ'αγκαλιάζει.
Εκείνη,
που με πόνο αέναα με ποτίζει.
Απολαμβάνω αλήθεια.
Ξεβράζεται με δάκρυα,
στη γραμμή αυτή του χρόνου,
δημιουργεί ένα φιλμ.
Οριζοντίως.


Κάθετος.
Μπρος σ'ένα τζάκι, με τέμνει.
Εξελίσσοντας τον τόπο,
όπου το μηδέν γίνεται άπειρο.