Περιπλανιέσαι, το βράδυ και βήχεις ρουφώντας σκόνη και μυρωδιά καμένου ξύλου που χύνεται από όλη την πόλη και σκάει στα μούτρα. Τα φώτα έντονα, διαγράφουν μια κατάντια και τη λύπη που διασκεδάζεται σε υψηλά ντεσιμπέλ και σώματα που λικνίζονται για να νιώσουν πως κάπου ανήκουν. Ιδιοκτησία. Αυτοκίνητα πάνω κάτω και ήχοι που αν και οικείοι δε φέρουν καμία ζεστασιά, μονάχα μοναξιά που παρκάρεται από τη μία θέση στάθμευσης σε μια άλλη. Έτσι απλά, διεκδικούν ένα χώρο για να ανήκουν. Ιδιοκτησία και λιγοστά χρήματα που μοιράζονται για να αποσπάσουν ένα χαμόγελο, έστω και από το barmani, έστω και από κείνη την ιερόδουλη που με χαρακιές στο κορμί έμαθε πως το χαμόγελο είναι πολλές φορές ένας αδηφάγος κανίβαλος.
Και προχωράς με τροχοπέδη τη διάχυτη υποκρισία, κολώνες να αποφύγεις και ο σταμάτης στα φανάρια σου διδάσκει πως αυτή η γαμημένη βόλτα που τόσο έχεις ανάγκη για να αντέξεις έχει μικρότερη αξία από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Μια ζητιάνα απέναντι από το ρολόι πάντα με κοιτά και δεν έχω τι να της απαντήσω, σε όλους εκείνους που κάναν τις άκρες των δρόμων σπίτια και εκείνες που τρέξαν από τα σπίτια των συντρόφων γεμάτες από μώλωπες, γεμάτα έρωτα πρόσωπα, γεμάτα αίμα. Και προχωράς, χαρτογραφώντας την πόλη κοινωνικογραφώντας τις υπάρξεις κοιτάζοντας τα βουνά , τους αντικατοπτρισμούς στη λίμνη, μια βάρκα που ψαρεύει θάνατο. Εμπορεύματα να τρέχουν , να σταματούν , να διαφημίζονται , να ξεφτιλίζονται. Ξεφτιλισμένες θέσεις εργασίας με γόβες και κόκκινο κραγιόν να δημιουργούν ονειρώξεις εκείνο το βράδυ που σου άνοιξαν την πόρτα για το επόμενο ξεφτιλισμένο ποτό δίπλα από ένα σκυλί που σφαδάζοντας πέθαινε.
Προχωράς σε έναν κόσμο αστείρευτης στείρας πληροφορίας και αμφίβολης γνώσης με όνειρα που συγκρούονται με το καταναλωτικό κοινό των χριστουγέννων που αργοσβήνει με μικρές αναλαμπές μπρος σε στολισμένες βιτρίνες θεάματος και φτηνής εικονικής πραγματικότητας. Φέτος δεν έχει εορτοδάνειο. Ασκόπως λιώσανε και σβήσαν τα καβαφικά κεριά , ασκόπως , φαίνεται να στέκουν και τ'άλλα αναμένα, σαν τα γιορτινά φωτάκια.
Άνθρωποι γιορτινά φωτάκια, τους ταίζεις ενέργεια και υπάρχουν για να διακοσμούν , εργαλεία των εργαλείων , τσιγάρα που παρασιτούν σε πνεύμονες, στον πνεύμονα μου τσιγάρο που με κάνει να φτύνω τα σωθικά μου σε γωνιές και σε τουαλέτες άρτια διακοσμημένες για να πηδηχτείς, με ατμόσφαιρα, εκείνο το βράδυ και να νιώσεις πως σε κάποιον/α ανήκεις.
Προχωράς, σε σκοτεινούς μονόδρομους ανάμεσα από μπαζωμένους κήπους και ξαφνικά δε σε νοιάζει.
Οδοιπόρος.
Κάποια μέρα θα μάθω να διαβάζω τ'αστέρια και θα πετάξω.
Και προχωράς με τροχοπέδη τη διάχυτη υποκρισία, κολώνες να αποφύγεις και ο σταμάτης στα φανάρια σου διδάσκει πως αυτή η γαμημένη βόλτα που τόσο έχεις ανάγκη για να αντέξεις έχει μικρότερη αξία από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Μια ζητιάνα απέναντι από το ρολόι πάντα με κοιτά και δεν έχω τι να της απαντήσω, σε όλους εκείνους που κάναν τις άκρες των δρόμων σπίτια και εκείνες που τρέξαν από τα σπίτια των συντρόφων γεμάτες από μώλωπες, γεμάτα έρωτα πρόσωπα, γεμάτα αίμα. Και προχωράς, χαρτογραφώντας την πόλη κοινωνικογραφώντας τις υπάρξεις κοιτάζοντας τα βουνά , τους αντικατοπτρισμούς στη λίμνη, μια βάρκα που ψαρεύει θάνατο. Εμπορεύματα να τρέχουν , να σταματούν , να διαφημίζονται , να ξεφτιλίζονται. Ξεφτιλισμένες θέσεις εργασίας με γόβες και κόκκινο κραγιόν να δημιουργούν ονειρώξεις εκείνο το βράδυ που σου άνοιξαν την πόρτα για το επόμενο ξεφτιλισμένο ποτό δίπλα από ένα σκυλί που σφαδάζοντας πέθαινε.
Προχωράς σε έναν κόσμο αστείρευτης στείρας πληροφορίας και αμφίβολης γνώσης με όνειρα που συγκρούονται με το καταναλωτικό κοινό των χριστουγέννων που αργοσβήνει με μικρές αναλαμπές μπρος σε στολισμένες βιτρίνες θεάματος και φτηνής εικονικής πραγματικότητας. Φέτος δεν έχει εορτοδάνειο. Ασκόπως λιώσανε και σβήσαν τα καβαφικά κεριά , ασκόπως , φαίνεται να στέκουν και τ'άλλα αναμένα, σαν τα γιορτινά φωτάκια.
Άνθρωποι γιορτινά φωτάκια, τους ταίζεις ενέργεια και υπάρχουν για να διακοσμούν , εργαλεία των εργαλείων , τσιγάρα που παρασιτούν σε πνεύμονες, στον πνεύμονα μου τσιγάρο που με κάνει να φτύνω τα σωθικά μου σε γωνιές και σε τουαλέτες άρτια διακοσμημένες για να πηδηχτείς, με ατμόσφαιρα, εκείνο το βράδυ και να νιώσεις πως σε κάποιον/α ανήκεις.
Προχωράς, σε σκοτεινούς μονόδρομους ανάμεσα από μπαζωμένους κήπους και ξαφνικά δε σε νοιάζει.
Οδοιπόρος.
Κάποια μέρα θα μάθω να διαβάζω τ'αστέρια και θα πετάξω.