Η αποκριά (αποκρεά) , από+κρέως <κρέας, η αποχή από το κρέας. Το τριβδόμαδο πριν την έναρξη της μεγάλης νηστείας των χριστιανών.
Η αποκριά ως αφομοίωση παγανιστικών εθίμων ώστε να γίνει πιο ομαλά η μετάβαση από το δωδεκάθεο στον χριστιανισμό. Το άρμα (τροχοφόρο πλοίο) του Διόνυσου και τα άρματα του σύγχρονου καρναβαλιού. Ο εορτασμός της άνοιξης και του θεού της διασκέδασης και η πνευματική και σωματική προετοιμασία για την πιο σημαντική εορτή της ορθοδοξίας.
Συμφωνούμε ή όχι αυτή είναι η κατάσταση και η παράδοση. Μέχρι κάποιες δεκαετίες πίσω , φαντάζομαι, είχε και μία ουσία, ειδικά για την αγροτική οικογένεια. Όλες αυτές οι γιορτές σηματοδοτούσαν έναρξη, λήξη ή και διάλειμμα από τις δουλειές του αγρού.
Καλά όλα αυτά.
Ερχόμαστε, όμως, στο σήμερα. Το σήμερα είναι μία κατάντια. Το σήμερα είναι μία κατάπτωση. Όπως σε όλα, έτσι και στην αποκριά. Το σήμερα των αποκριών στα Γιάννενα ταυτίζεται με τα σκουπίδια και το ξέσπασμα, λειτουργεί σαν μηχανισμός αποσυμπίεσης αν θέλετε. Διάφοροι ανθρωπότυποι από τη μία, τόσο μαζοποιημένοι από την άλλη, βγαίνουν. Βγαίνουν για να γιορτάσουν και να ξεχάσουν. Μετακινούνται από το ένα γεωγραφικό διαμέρισμα στο άλλο, οι ξενοδόχοι χαμογελούν, για να μοιραστούν τη θλίψη τους. Μασκαρεύονται όχι για να τιμήσουν μία θεότητα και τη χαρά της ζωής και του παιχνιδιού, αλλά για να κρυφτούν από τους υπόλοιπους και από τις ίδιες τους τις εαυτές. Όσες μάσκες και αν φορέσουν η καθημερινότητα με ένα και μόνο βλεφάρισμα θα τους διαλύει.
Διαλυμένοι ξεχύνονται στους δρόμους και στα στενά. Όχι με τη ζωώδη αθωότητα, αλλά με μία νοσηρή πείνα για διασκέδαση. Χωρίς να ξέρουν πώς και γιατί γιορτάζουν, αφοσιώνονται μόνο σε εκείνο που γνωρίζουν καλύτερα από όλα, την κατανάλωση. Στις πόλεις καταναλώνουμε , πρώτα υλικά προϊόντα, μετά ανθρώπους γύρω μας και αφού δε μείνει τίποτα άλλο καταναλώνουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας.
Η φάση είναι σουβλάκι και πιόμα. Σα να μην υπάρχει αύριο. Τα ίδια και κάθε τσικνοπέμπτη, πάσχα, κ.ο.κ. Όλες οι γιορτές δεν έχουν κανένα νόημα πλέον πέρα από το θέαμα και το φαγοπότι. Η ειρωνεία είναι ότι ισχυρίζεστε πως είστε πιστοί και τηρείτε τα έθιμα. Πόσος πόνος κρύβεται πίσω από αυτό. Χωρίς να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι θρηνούν για αυτά που δεν γνώρισαν και δε θα γνωρίσουν ποτέ. Τα τραγούδια τύπου "κε ντε λα πόγκο, κε ντε λα πόγκο" ηχούν σα μοιρολόι μιας αυθεντικότητας που χάθηκε, σχεδόν για πάντα.
Ξημέρωμα καθαράς δευτέρας. Κάθομαι με έναν φίλο και παρατηρούμε γύρω μας. Μεθυσμένοι αποζητούν λίγη ακόμα ελπίδα από το τελευταίο τζιν τόνικ από την τελευταία βότκα με πάγο. Βάλε μία ρε φίλε, δεν θα κάτσω, μία για τον δρόμο.
Ξημέρωσε καθαρά δευτέρα και αυτό που έμεινε είναι χαρτοπόλεμος, πλαστικά, αλουμίνια στατικά στους δρόμους και άνθρωποι σερπαντίνες να περιφέρονται, χωρίς να κατανοούν γιατί παρόλο που "πέρασαν καλά" το κενό είναι μεγαλύτερο από πέρυσι. Μία θύμηση των παιδικών χρόνων δε φτάνει. Θέλει και λίγο πραγματικότητα.
Οι μαγαζάτορες χαίρονται, έτσι λειτουργούν αυτά. Ποσά ανάλογα, όσο μεγαλύτερη η μιζέρια τόσο αυξάνονται τα κέρδη. Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και για αυτό οι άνθρωποι μέσα σε αυτό το σύστημα δε θα είναι ποτέ καλά και σε κανένα επίπεδο, σωματικό, πνευματικό, ψυχικό. Για αυτό η ψυχανάλυση κοστίζει μία περιουσία ενώ ένα κουτί μπύρα ή ηρεμιστικά όσο ένα κουτί τσίχλες.
Οι μαγαζάτορες τρίβουν τα χέρια τους και οι εργαζόμενοι ονειρεύονται το κρεβάτι τους και την πιθανότητα μιας ζεστής αγκαλιάς, να καταναλώσουν και αυτοί κάτι ή κάποιον/α. Επιτέλους πέρασε και αυτό, το μεροκάματο, βέβαια, θα είναι και απόψε το ίδιο με χθες. Δεν πέρασε πρέπει να μαζέψουν τα σκουπίδια, να κουβαλήσουν τις βαριές σακούλες και να τις πετάξουν μακριά.
(Μετά θα περάσουν οι υπάλληλοι του δήμου για να λάμψει πάλι η πόλη, να είναι καθαρή για τους τουρίστες, να μην πετάμε τις γόπες μας κάτω για τους τουρίστες, ίσως να πα να γαμηθούμε κιόλα, για τους τουρίστες. Η πόλη μας μας είναι ξένη, λες και πότε ήταν πραγματικά οικεία.)
Πάντα τα σκουπίδια θα πηγαίνουν μακριά, να μην τα βλέπουμε. Θα βοηθούσε αν έμεναν τα ραγισμένα όνειρα, τα σπασμένα ποτήρια στους δρόμους. Μπας και πέσουμε πάνω τους να κοπούμε. Είναι βαρύ να σε κόβουν τα όνειρα σου. Δεν τρέχει αίμα, τρέχει απελπισία. Δεν πονάς από το τραύμα αλλά βουβά σφαδάζεις από τη συνειδητοποίηση της μοναξιάς. Τα έχει πει και η Κατερίνα, τη μοναξιά μας που γυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους σαν τσεκούρι φοβούνται.
Τα σκουπίδια μακριά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα τρελοκομεία μακριά. Εδώ μόνο έσπα, ανάπτυξη και γιορτές. Αυξημένες τιμές και ψεύτικα χαμόγελα.
Όσο μακριά και αν τα πάτε, πάντα εμείς θα τα βλέπουμε, πάντα εσείς θα τα έχετε μέσα σας.
Όσα λεφτά και να βγάλετε πάντα ο προορισμός σας θα είναι το χώμα, και ο προορισμός μας να χοροπηδάμε πάνω του.
Φιλάκια, πάντα όχι φιλικά.
Η αποκριά ως αφομοίωση παγανιστικών εθίμων ώστε να γίνει πιο ομαλά η μετάβαση από το δωδεκάθεο στον χριστιανισμό. Το άρμα (τροχοφόρο πλοίο) του Διόνυσου και τα άρματα του σύγχρονου καρναβαλιού. Ο εορτασμός της άνοιξης και του θεού της διασκέδασης και η πνευματική και σωματική προετοιμασία για την πιο σημαντική εορτή της ορθοδοξίας.
Συμφωνούμε ή όχι αυτή είναι η κατάσταση και η παράδοση. Μέχρι κάποιες δεκαετίες πίσω , φαντάζομαι, είχε και μία ουσία, ειδικά για την αγροτική οικογένεια. Όλες αυτές οι γιορτές σηματοδοτούσαν έναρξη, λήξη ή και διάλειμμα από τις δουλειές του αγρού.
Καλά όλα αυτά.
Ερχόμαστε, όμως, στο σήμερα. Το σήμερα είναι μία κατάντια. Το σήμερα είναι μία κατάπτωση. Όπως σε όλα, έτσι και στην αποκριά. Το σήμερα των αποκριών στα Γιάννενα ταυτίζεται με τα σκουπίδια και το ξέσπασμα, λειτουργεί σαν μηχανισμός αποσυμπίεσης αν θέλετε. Διάφοροι ανθρωπότυποι από τη μία, τόσο μαζοποιημένοι από την άλλη, βγαίνουν. Βγαίνουν για να γιορτάσουν και να ξεχάσουν. Μετακινούνται από το ένα γεωγραφικό διαμέρισμα στο άλλο, οι ξενοδόχοι χαμογελούν, για να μοιραστούν τη θλίψη τους. Μασκαρεύονται όχι για να τιμήσουν μία θεότητα και τη χαρά της ζωής και του παιχνιδιού, αλλά για να κρυφτούν από τους υπόλοιπους και από τις ίδιες τους τις εαυτές. Όσες μάσκες και αν φορέσουν η καθημερινότητα με ένα και μόνο βλεφάρισμα θα τους διαλύει.
Διαλυμένοι ξεχύνονται στους δρόμους και στα στενά. Όχι με τη ζωώδη αθωότητα, αλλά με μία νοσηρή πείνα για διασκέδαση. Χωρίς να ξέρουν πώς και γιατί γιορτάζουν, αφοσιώνονται μόνο σε εκείνο που γνωρίζουν καλύτερα από όλα, την κατανάλωση. Στις πόλεις καταναλώνουμε , πρώτα υλικά προϊόντα, μετά ανθρώπους γύρω μας και αφού δε μείνει τίποτα άλλο καταναλώνουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας.
Η φάση είναι σουβλάκι και πιόμα. Σα να μην υπάρχει αύριο. Τα ίδια και κάθε τσικνοπέμπτη, πάσχα, κ.ο.κ. Όλες οι γιορτές δεν έχουν κανένα νόημα πλέον πέρα από το θέαμα και το φαγοπότι. Η ειρωνεία είναι ότι ισχυρίζεστε πως είστε πιστοί και τηρείτε τα έθιμα. Πόσος πόνος κρύβεται πίσω από αυτό. Χωρίς να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι θρηνούν για αυτά που δεν γνώρισαν και δε θα γνωρίσουν ποτέ. Τα τραγούδια τύπου "κε ντε λα πόγκο, κε ντε λα πόγκο" ηχούν σα μοιρολόι μιας αυθεντικότητας που χάθηκε, σχεδόν για πάντα.
Ξημέρωμα καθαράς δευτέρας. Κάθομαι με έναν φίλο και παρατηρούμε γύρω μας. Μεθυσμένοι αποζητούν λίγη ακόμα ελπίδα από το τελευταίο τζιν τόνικ από την τελευταία βότκα με πάγο. Βάλε μία ρε φίλε, δεν θα κάτσω, μία για τον δρόμο.
Ξημέρωσε καθαρά δευτέρα και αυτό που έμεινε είναι χαρτοπόλεμος, πλαστικά, αλουμίνια στατικά στους δρόμους και άνθρωποι σερπαντίνες να περιφέρονται, χωρίς να κατανοούν γιατί παρόλο που "πέρασαν καλά" το κενό είναι μεγαλύτερο από πέρυσι. Μία θύμηση των παιδικών χρόνων δε φτάνει. Θέλει και λίγο πραγματικότητα.
Οι μαγαζάτορες χαίρονται, έτσι λειτουργούν αυτά. Ποσά ανάλογα, όσο μεγαλύτερη η μιζέρια τόσο αυξάνονται τα κέρδη. Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και για αυτό οι άνθρωποι μέσα σε αυτό το σύστημα δε θα είναι ποτέ καλά και σε κανένα επίπεδο, σωματικό, πνευματικό, ψυχικό. Για αυτό η ψυχανάλυση κοστίζει μία περιουσία ενώ ένα κουτί μπύρα ή ηρεμιστικά όσο ένα κουτί τσίχλες.
Οι μαγαζάτορες τρίβουν τα χέρια τους και οι εργαζόμενοι ονειρεύονται το κρεβάτι τους και την πιθανότητα μιας ζεστής αγκαλιάς, να καταναλώσουν και αυτοί κάτι ή κάποιον/α. Επιτέλους πέρασε και αυτό, το μεροκάματο, βέβαια, θα είναι και απόψε το ίδιο με χθες. Δεν πέρασε πρέπει να μαζέψουν τα σκουπίδια, να κουβαλήσουν τις βαριές σακούλες και να τις πετάξουν μακριά.
(Μετά θα περάσουν οι υπάλληλοι του δήμου για να λάμψει πάλι η πόλη, να είναι καθαρή για τους τουρίστες, να μην πετάμε τις γόπες μας κάτω για τους τουρίστες, ίσως να πα να γαμηθούμε κιόλα, για τους τουρίστες. Η πόλη μας μας είναι ξένη, λες και πότε ήταν πραγματικά οικεία.)
Πάντα τα σκουπίδια θα πηγαίνουν μακριά, να μην τα βλέπουμε. Θα βοηθούσε αν έμεναν τα ραγισμένα όνειρα, τα σπασμένα ποτήρια στους δρόμους. Μπας και πέσουμε πάνω τους να κοπούμε. Είναι βαρύ να σε κόβουν τα όνειρα σου. Δεν τρέχει αίμα, τρέχει απελπισία. Δεν πονάς από το τραύμα αλλά βουβά σφαδάζεις από τη συνειδητοποίηση της μοναξιάς. Τα έχει πει και η Κατερίνα, τη μοναξιά μας που γυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους σαν τσεκούρι φοβούνται.
Τα σκουπίδια μακριά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα τρελοκομεία μακριά. Εδώ μόνο έσπα, ανάπτυξη και γιορτές. Αυξημένες τιμές και ψεύτικα χαμόγελα.
Όσο μακριά και αν τα πάτε, πάντα εμείς θα τα βλέπουμε, πάντα εσείς θα τα έχετε μέσα σας.
Όσα λεφτά και να βγάλετε πάντα ο προορισμός σας θα είναι το χώμα, και ο προορισμός μας να χοροπηδάμε πάνω του.
Φιλάκια, πάντα όχι φιλικά.